- βήμα
- το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.)1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος3. «το Άγιο Βήμα» — το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα4. το βάθρο από το οποίο μιλάει κανείςνεοελλ.1. πληθ. βήματαο ήχος των βημάτων2. φρ. α) «πάει με το βήμα» ή «... βήμα, βήμα» — πάει σιγά, σιγάβ) «δυο βήματα» — πολύ μικρή απόστασηγ) «με ακολουθεί κατά βήμα» — παρακολουθεί όλες τις κινήσεις και τις ενέργειες μουαρχ.-μσν.1. τόπος ειδωλολατρικής λατρείας2. έδρα δικαστήαρχ.1. μονάδα μήκους2. η θυμέλη του θεάτρου3. βάση αγάλματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βᾱ- / βη- (πρβλ. έ- βη- ν) < *gwā- (τού ρ. βαίνω*) + (επίθημα) -μα. Στην Αρχαία χρησιμοποιούνταν συνήθως με τη σημ. «βήμα (ρήτορα)» και αναφερόταν, κατά κύριο λόγο, στην Πνύκα. Η λ. βήμα έχει την ακριβή μορφολογική και φωνητική της αντιστοιχία στο αβεστ. gāman.ΠΑΡ. βηματίζωνεοελλ.βηματάρης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βημόθυρο(ν)- μσν. βημόθυρανεοελλ.βηματοδρομία(Β' συνθετικό) διάβημααρχ.επίβημα, πρόβημα].
Dictionary of Greek. 2013.